Στη σύγχρονη εποχή, όπου πολλές αξίες αμφισβητούνται, φθείρονται και χάνονται, ο πολιτισμός και η πολιτιστική κληρονομιά αποτελούν τον κεντρικό άξονα για τη διατήρηση της ταυτότητας των λαών και δίνουν το εχέγγυο για την αρμονική και υγιή παγκοσμιοποίηση. Η πανδημία του κορωνοϊού έφερε αλλαγές στην καθημερινότητά μας, μας έκανε να στραφούμε στην κληρονομιά του τόπου μας, να τη γνωρίσουμε, να τη δούμε, να τη ζήσουμε. Ωστόσο, οι όποιοι περιορισμοί σε εδαφικά όρια είναι μόνο προσωρινοί και όλοι σύντομα θα αναζητήσουμε τη γνωριμία και με άλλους πολιτισμούς, θα επιδιώξουμε να δούμε μνημεία, να προσκυνήσουμε σε ναούς, να βιώσουμε ήθη και έθιμα, να συμμετάσχουμε σε γιορτές και να επισκεφθούμε μουσεία. Είναι αναμφισβήτητο ότι οι νέες εμπειρίες που μας περιμένουν θα είναι διαφορετικές και πρωτόγνωρες, καθώς σε αυτό θα έχει συμβάλει η ασταμάτητη ψηφιακή μετεξέλιξη, η οποία θα προσθέσει την καινοτομία και τον εκσυγχρονισμό σε κάθε τουριστική και περιηγητική εμπειρία.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, περίπου 300 εκατομμύρια άνθρωποι ταξιδεύουν ετησίως με σκοπό να επισκεφθούν χώρους θρησκευτικού ενδιαφέροντος, Σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται ότι υπάρχουν σχεδόν 3 δισεκατομμύρια ανθρώπων με ισχυρές θρησκευτικές αναφορές, οι οποίοι αποτελούν εν δυνάμει ταξιδιώτες αυτής της κατηγορίας τουρισμού. O θρησκευτικός τουρισμός αποτελεί εναλλακτική μορφή τουρισμού ιδιαίτερης δυναμικής, η οποία τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μεγάλη άνθηση σε παγκόσμια κλίμακα, και έχει δεχτεί τις επιδράσεις και τις εξελίξεις της ψηφιακής εποχής. Η Ελλάδα και η Κύπρος ως κατεξοχήν τουριστικοί προορισμοί, εναρμονίζονται με τις σύγχρονες τάσεις και επιταγές, εκσυγχρονίζουν το τουριστικό τους προϊόν και το εμπλουτίζουν με νέες ψηφιακές εμπειρίες, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας.
Αποτελεί αναγκαιότητα και πρόκληση για την Ελλάδα και την Κύπρο η προώθηση του θρησκευτικού τουρισμού και η συντονισμένη προσπάθεια προβολής και ανάδειξης της πλούσιας θρησκευτικής κληρονομιάς των τριών Εκκλησιών, της Εκκλησίας της Κύπρου, της Ελλάδος και της Κρήτης. Ο θρησκευτικός τουρισμός έχει ως βασικό κίνητρο το θρησκευτικό συναίσθημα και περιλαμβάνει το σύνολο των δραστηριοτήτων το οποίο σχετίζεται με τις επισκέψεις τουριστών σε μνημεία, χώρους θρησκευτικής σημασίας και ανάλογες εκδηλώσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, καθεδρικοί ναοί, ξωκλήσια και μοναστήρια αποτελούν τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς Ελλάδας και Κύπρου και λειτουργούν ως βασικοί πόλοι έλξης επισκεπτών.
Οι Εκκλησίες Κύπρου, Ελλάδος και Κρήτης επιδιώκουν την ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω του θρησκευτικού τουρισμού. Τα δύο προγράμματα συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, Re-Cult και Ψηφιακό Αποσφράγισμα Αγιώνυμων Νήσων, ήδη κινούνται προς την επίτευξη του στόχου για την ψηφιοποίηση και ανάδειξη της υλικής (Re-Cult και Ψηφιακό Αποσφράγισμα Αγιώνυμων Νήσων) και άυλης (Re-Cult) θρησκευτικής πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω του θρησκευτικού τουρισμού.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, το Πρόγραμμα Συνεργασίας Interreg V-A Ελλάδα-Κύπρος 2014-2020 RECULT MAGNUM, στοχεύει στη μεγιστοποίηση του αντικτύπου του θρησκευτικού τουρισμού σε Ελλάδα και Κύπρο μέσα από τη στοχευμένη ανάδειξη και διάδοση της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς των Εκκλησιών Ελλάδας, Κρήτης και Κύπρου. Στο έργο θα αξιοποιηθούν τα αποτελέσματα δύο προϋπαρχόντων έργων, Re-Cult και Ψηφιακό Αποσφράγισμα Αγιώνυμων Νήσων, τα οποία αφορούν τη μεθοδική ψηφιοποίηση και ανάδειξη της θρησκευτικής υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Σε αυτό το τρίτο διασυνοριακό έργο, RECULT MAGNUM, οι δράσεις της ψηφιοποίησης και της προβολής της πολιτιστικής κληρονομιάς επεκτείνονται, αναβαθμίζονται υφιστάμενα μουσεία μέσω της δημιουργίας συνδεδεμένων ψηφιακών μουσείων(δύο μουσεία στην Κύπρο, ένα στην Κρήτη και ένα στο Βόρειο ή Νότιο Αιγαίο), και προσφέρεται μοναδική ψηφιακή εμπειρία στον επισκέπτη. Αυτό θα πραγματοποιηθεί αξιοποιώντας τόσο τη μεθοδολογία, όσο και την τεχνογνωσία που αναπτύχθηκε στα δύο προαναφερθέντα και προϋπάρχοντα έργα και χρησιμοποιώντας τον εξοπλισμό που αποκτήθηκε στο πλαίσιο αυτών.
Το εταιρικό σχήμα του έργου RECULT MAGNUM αποτελείται από έξι εταίρους. Τις Εκκλησίες Κύπρου, Ελλάδος και Κρήτης εκπροσωπούν αντίστοιχα τρεις φορείς: το Σωματείο ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, το οποίο αποτελεί και τον Κεντρικό Δικαιούχο του έργου, το Συνοδικό Γραφείο Προσκυνηματικών Περιηγήσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος και το Εκπαιδευτικό και Μορφωτικό Ίδρυμα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης. Επιπλέον, το εταιρικό σχήμα αποτελείται από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ) το οποίο θα αναλάβει την ανάπτυξη ψηφιακών υποδομών και τέλος από τον Σύνδεσμο Τουριστικών Επιχειρήσεων Κύπρου και το Κέντρο Έρευνας και Ανάπτυξης της Ιεράς Μητρόπολης Σύρου. Οι δύο τελευταίοι εταίροι θα αναλάβουν την προώθηση του θρησκευτικού τουρισμού στο εξωτερικό, την εκπαίδευση των επαγγελματιών του τουρισμού και τη συλλογή όλων των αποτελεσμάτων των έργων ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς προς όφελος των επαγγελματιών τουρισμού.
Το RECULT MAGNUM θα συνδράμει ποικιλοτρόπως στην κοινωνική και οικονομική εξέλιξη. Ειδικότερα, θα ωφελήσει τους επαγγελματίες τουρισμού και τους άμεσα εμπλεκόμενους στον τουριστικό τομέα. Η προώθηση του θρησκευτικού τουρισμού θα συμβάλει στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη, κοινωνικά και οικονομικά, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για επιχειρηματικότητα και απασχόληση στον τομέα του τουρισμού, αλλά και δυνατότητες για επενδύσεις με στόχο τη δημιουργία νέων ή τον εκσυγχρονισμό υφιστάμενων υποδομών και υπηρεσιών. Παράλληλα, η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στις τουριστικές δραστηριότητες και ειδικότερα στο πλαίσιο των μουσειακών επισκέψεων έχει ως κύριο στόχο την προσέλκυση του ενδιαφέροντος του επισκέπτη και την ενίσχυση της ενεργητικής συμμετοχής του. Πρόσφατες έρευνες αναδεικνύουν την αξία χρήσης νέων μεθόδων και εργαλείων στον τομέα του τουρισμού και επιβεβαιώνουν ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες θεωρούνται αναπόσπαστο στοιχείο της μουσειακής πραγματικότητας. Οι τουρίστες σε Ελλάδα και Κύπρο, θα έχουν τη δυνατότητα να βιώσουν μια ολοκληρωμένη, μοναδική εμπειρία, μέσω της ψηφιακής περιήγησης, των δράσεων επαυξημένης πραγματικότητας και της χρήσης σύγχρονων διαδραστικών εργαλείων, ενώ μέσω των εκπαιδευτικών δράσεων το έργο θα προσφέρει τη δυνατότητα κατάρτισης σε ερευνητές, εξειδικευμένους επιστήμονες, εμπειρογνώμονες και επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται ευρύτερα στον τομέα της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας.